- τρωγαλίζω
- грызть (орехи и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρωγαλίζω — Ν [τρωγάλια] τρώγω κάτι και ιδίως τρωγάλια, κάνοντας θόρυβο με τα δόντια μου, ροκανίζω … Dictionary of Greek